- συνεκφαίνεται
- σύν-ἐκφαίνωbring to lightpres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συνεκφαίνω — ΜΑ [ἐκφαίνω] παθ. συνεκφαίνομαι λάμπω μαζί («ὥσπερ τῇ ἐξάψει τῆς φλογὸς καὶ ἡ αὐγὴ συνεκφαίνεται», Γρηγ. Νύσσ.) αρχ. 1. φανερώνω, παρουσιάζω ταυτοχρόνως 2. δηλώνω, σημαίνω μαζί ή συγχρόνως («τῷ ἐλευθέρῳ συνεκφαίνων τὸν ἀδεῆ καὶ μεγαλόφρονα»,… … Dictionary of Greek